- μύξα
- η (ΑΜ μύξα)1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.)2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύστασηνεοελλ.1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός) μυξιάρης2. φρ. «σάλια και μύξες» — ανοησίεςαρχ.1. η βλέννα μερικών ψαριών, καθώς και η βλέννα τών κοχλιών, τών σαλιγκαριών2. ρώθωνας, ρουθούνι3. η θρυαλλίδα τού λύχνου («λύχνοιο μύκητες αγείρωνται περὶ μύξαν», Άρατ.)4. είδος αειθαλούς δένδρου5. ο καρπός τού δένδρου αυτού, ο οποίος μοιάζει με δαμάσκηνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύξα παράγεται από θ. μυκ- τού μύσσομαι* «βγάζω τη μύξα, καθαρίζω τη μύτη μου» και συνδέεται πιθ. με το θέμα τού λατ. mūcor «μούχλιασμα». Η λ. μύξα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το είδος τού αειθαλούς δέντρου τού οποίου ο καρπός μοιάζει με δαμάσκηνο, λόγω τής γλοιώδους υφής τού καρπού αυτού. Το γεγονός εξάλλου ότι το φρούτο απαντά και στην Αιγυπτιακή δεν επιβεβαιώνει καθόλου ότι πρόκειται για δάνεια λ. Η λ. μύξα, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή μυξ(ο)- σε ξεν. επιστημονικούς όρους οι οποίοι εισήχθησαν στην ελλ. ως αντιδάνειοι (λ. χ. μυξοίδημα, προβλ. γαλλ. myxoedemeμυξομύκητας, πρβλ. γαλλ. myxomycete).ΠΑΡ. μυξάζω, μυξίνος, μυξώδηςαρχ.μυξάριον, μυξέα, μυξητήρ, μυξίον, μυξώ, μύξωναρχ.-μσν.μυξωτήρμσν.-νεοελλ. μυξώνωνεοελλ.μύξης, μυξιάζω, μυξιάρης, μύξικος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μυξοποιός, μυξόρρουςμσν.μυξοσκατοφάγοςμσν.-νεοελλ. μυξοκλάματανεοελλ.μυξαδένας, μυξαμοιβάδα, μυξοειδής, μυξοθήλωμα, μυξοίδημα, μυξοΐνωμα, μυξοκύστωμα, μυξολίπωμα, μυξομάντηλο, μυξομύκητας, μυξομυκόφυτο, μυξομύωμο, μυξονεύρωμα, μυξοσάρκωμα].
Dictionary of Greek. 2013.